- ἱροδρόμος
- ἱροδρόμος, ὁ, poet. for ἱεροδρ- (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιροδρόμος — ἱροδρόμος, ὁ (Α) ποιητ. τ. τού ιεροδρόμος* … Dictionary of Greek
ιερόδρομος — ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, ον (Α) 1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες 2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ( ο)* + δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφί δρομος, υψί δρομος] … Dictionary of Greek